- Ὀρφικοί
- ὈρφεύςOrpheusmasc nom/voc plὈρφικόςOrpheusmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορφικός — ή, ό (Α ὀρφικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ορφέα («ορφικοί ύμνοι») 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ορφικοί οπαδοί θρησκευτικής κίνησης η οποία εμφανίσηκε τον 6ο π.Χ. αιώνα και διαδόθηκε σε όλο τον ελληνικό κόσμο, καλλιεργήθηκε όμως… … Dictionary of Greek
Orphiker — Orpheus von Tieren umgeben. Römisches Mosaik des 3. Jahrhunderts, Palermo, Archäologisches Regionalmuseum Orphiker (griechisch Ὀρφικοί Orphikoí) ist die Bezeichnung für die Anhänger der Orphik, einer religiösen Strömung der Antike, die sich ab… … Deutsch Wikipedia
ОРФИКИ — последователи др. греч. легендарного певца Орфея. От их соч. сохранились лишь фрагменты. Уже в древности существовало несколько версий орфической космогонии. Первоначалом является то ли Никта (Ночь), то ли Вода, то ли Хронос (Время), то ли Хаос,… … Философская энциклопедия
ηλιολατρία — Η λατρεία του Ήλιου ως θεού. H παράδοση της θεοποίησης του Ήλιου, που ως πηγή φωτός και θερμότητας ήταν εύλογο να ταυτιστεί συμβολικά από την πρωτόγονη φαντασία με την αρχέγονη δημιουργική δύναμη του κόσμου, συνδέεται κυρίως με τις θρησκευτικές… … Dictionary of Greek
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
μετεμψύχωση — η (ΑΜ μετεμψύχωσις) [μετεμψυχώνω] 1. (γενικά) μετάβαση τής ψυχής από ένα σώμα σε άλλο, μετενσωμάτωση, μετενσάρκωση 2. (ειδικά) (φιλοσ.) δοξασία τών αρχαίων Αιγυπτίων από την οποία επηρεάστηκαν οι Ορφικοί και οι Πυθαγόρειοι και κατά την οποία η… … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
ωομαντεία — Είδος μαντικής στην αρχαιότητα, που γινόταν με τη βοήθεια των αβγών. Τοποθετούσαν το αβγό επάνω στη φωτιά και ανάλογα από το μέρος όπου σημειωνόταν εφίδρωση έβγαζαν συμπεράσματα. Αν το αβγό έσπαζε, ο οιωνός ήταν κακός. Την ω. χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ίππη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αμαζόνα. Βλ. λ. Ιππολύτη. 2. Τροφός του Διονύσου. Ζούσε μαζί του στον Τμώλο και οι Ορφικοί την αποκαλούσαν θεά λικνοφόρο. 3. Κόρη του Κένταυρου Χείρωνα, ερωμένη του Αιόλου, μητέρα της Μελανίππης. Οι θεοί τη… … Dictionary of Greek